- ευχωλιμαίος
- εὐχωλιμαῑος, -ον (Α) [ευχωλή]1. αυτός που είναι υποχρεωμένος με υπόσχεση να κάνει θυσία2. επιθυμητός, ευκταίος3. ευκτήριος, αυτός που γίνεται, που τελείται ύστερα από ευχή («ταῑς εὐχωλιμαίαις θέαις», Δίων Κάσσ).
Dictionary of Greek. 2013.